ημιαυτόματος
(προωθήθηκε από ημιαυτόματη)Μεταφράσεις
ημιαυτόματος
(imia'ftomatos) αρσενικόημιαυτόματη
(imia'ftomati) θηλυκόημιαυτόματο
(imia'ftomato) ουδέτεροεπίθετο
(για μηχανισμό) που λειτουργεί και χειροκίνητα
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.