ηπειρωτικός
(προωθήθηκε από ηπειρωτική)Μεταφράσεις
ηπειρωτικός
(ipiroti'kos) αρσενικόηπειρωτική
(ipiroti'ci) θηλυκόηπειρωτικό
continental, mainlandkontinentacontinental (ipiroti'ko) ουδέτεροεπίθετο
1. που έχει σχέση με την ξηρά κι όχι με τα νησιά ηπειρωτική χώρα
2. πολύ ζεστό το καλοκαίρι και κρύο το χειμώνα
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.