θεϊκός
(προωθήθηκε από θεϊκό)Μεταφράσεις
θεϊκός
(θei'kos) αρσενικόθεϊκή
(θei'ci) θηλυκόθεϊκό
divinediadivinбожественный (θei'ko) ουδέτεροεπίθετο
1. σχετικός με θεό η θεïκή θέληση
2. πανέμορφος, εξαίσιος Έχει θεϊκό πρόσωπο.
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.