θηριοδαμαστής
(προωθήθηκε από θηριοδαμάστρια)Μεταφράσεις
θηριοδαμαστής
(θirioðama'stis)ουσιαστικό αρσενικό
θηριοδαμάστρια
(θirioða'mastria) θηλυκόουσιαστικό
που δαμάζει άγρια ζώα
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.