θλιβερός
Μεταφράσεις
θλιβερός
(θlive'ros) αρσενικόθλιβερή
(θlive'ri) θηλυκόθλιβερό
sad, baleful, doleful, grievous, regrettablesurullinentristeszomorútristeпечальный (θlive'rο) ουδέτεροεπίθετο
1. λυπητερός θλιβερό τραγούδι
2. δυσάρεστος, κακός θλιβερά νέα
3. σε αξιολύπητη κατάσταση θλιβερή εμφάνιση
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.