Θνητό - ορισμός του θνητό από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b8%ce%bd%ce%b7%cf%84%cf%8c
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.658.078.805
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
θνητός
(προωθήθηκε από
θνητό
)
Μεταφράσεις
θνητός
(
θni'tos
)
αρσενικό
θνητή
(
θni'ti
)
θηλυκό
θνητό
mortal
mortal
mortal
凡人
凡人
(
θni'to
)
ουδέτερο
επίθετο
που δεν είναι αθάνατος
mortel/-elle
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
θηριοτροφείο
θηριώδης
θηριωδία
θησαυρός
θησαυροφυλάκιο
θήτα
θητεία
θίασος
Θιβέτ
θιβετιανά
θιβετιανός
θιγμένη
θιγμένο
θιγμένος
θίγομαι
θίγω
θλάση
θλιβερά
θλιβερή
θλιβερό
θλιβερός
θλίβομαι
θλίβω
θλιμμένα
θλιμμένη
θλιμμένο
θλιμμένος
θλίψη
θνησιμότητα
θνητή
θνητό
θνητός
θολή
θολό
θολός
θόλος
θολότητα
θολούρα
θολωμένος
θολώνω
θόριο
θόρυβος
θορυβούμαι
θορυβώδες
θορυβώδης
θούλιο
θρανίο
θρασεία
θράσος
θρασύ
θρασύδειλος
θρασύς
θρασύτητα
θραύση
θραύσμα
θραυσματικός
θρεμμένη
θρεμμένο
θρεμμένος
θρεονίνη
θρεπτική
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close