Θρεμμένος - ορισμός του θρεμμένος από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b8%cf%81%ce%b5%ce%bc%ce%bc%ce%ad%ce%bd%ce%bf%cf%82
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.660.625.325
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
θρεμμένος
Μεταφράσεις
θρεμμένος
(
θre'menos
)
αρσενικό
θρεμμένη
(
θre'meni
)
θηλυκό
θρεμμένο
(
θre'meno
)
ουδέτερο
επίθετο
(κυρίως για ζώο) παχύς
bien nourri/-ie gros;
grosse
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
θνησιμότητα
θνητή
θνητό
θνητός
θολή
θολό
θολός
θόλος
θολότητα
θολούρα
θολωμένος
θολώνω
θόριο
θόρυβος
θορυβούμαι
θορυβώδες
θορυβώδης
θούλιο
θρανίο
θρασεία
θράσος
θρασύ
θρασύδειλος
θρασύς
θρασύτητα
θραύση
θραύσμα
θραυσματικός
θρεμμένη
θρεμμένο
θρεμμένος
θρεονίνη
θρεπτική
θρεπτική ουσία
θρεπτικό
θρεπτικός
θρέφω
θρέψη
Θρήνοι
θρήνος
θρηνώ
θρήσκα
θρησκεία
θρήσκευμα
θρησκευόμενος
θρησκευτική
θρησκευτικό
θρησκευτικός
θρήσκο
θρήσκος
θριαμβευτικά
θριαμβευτική
θριαμβευτικό
θριαμβευτικός
θριαμβεύω
θρίαμβος
θρίλερ
θροϊζω
θροΐζω
θρόισμα
θρόμβος
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close