Θρεπτική ουσία - ορισμός του θρεπτική ουσία από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b8%cf%81%ce%b5%cf%80%cf%84%ce%b9%ce%ba%ce%ae+%ce%bf%cf%85%cf%83%ce%af%ce%b1
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
10.768.847.647
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google+
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
θρεπτική ουσία
Μεταφράσεις
θρεπτική ουσία
مَادَّةٌ مُغَذِّيَةٌ
θρεπτική ουσία
živina
θρεπτική ουσία
næringsstof
θρεπτική ουσία
Nährstoff
θρεπτική ουσία
nutrient
θρεπτική ουσία
nutriente
θρεπτική ουσία
ravintoaine
θρεπτική ουσία
nutriment
θρεπτική ουσία
hranjiva tvar
θρεπτική ουσία
sostanza nutritiva
θρεπτική ουσία
栄養分
θρεπτική ουσία
영양제
θρεπτική ουσία
voedingsstof
θρεπτική ουσία
næringsstoff
θρεπτική ουσία
substancja odżywcza
θρεπτική ουσία
nutriente
θρεπτική ουσία
питательное вещество
θρεπτική ουσία
näringsämne
θρεπτική ουσία
สารอาหาร
θρεπτική ουσία
besleyici
θρεπτική ουσία
chất dinh dưỡng
θρεπτική ουσία
营养品
Πλοηγός λέξεων
?
▲
θνητός
θολή
θολό
θολός
θόλος
θολότητα
θολούρα
θολωμένος
θολώνω
θόριο
θόρυβος
θορυβούμαι
θορυβώδες
θορυβώδης
θούλιο
θρανίο
θρασεία
θράσος
θρασύ
θρασύδειλος
θρασύς
θρασύτητα
θραύση
θραύσμα
θραυσματικός
θρεμμένη
θρεμμένο
θρεμμένος
θρεονίνη
θρεπτική
θρεπτική ουσία
θρεπτικό
θρεπτικός
θρέφω
θρέψη
Θρήνοι
θρήνος
θρηνώ
θρήσκα
θρησκεία
θρήσκευμα
θρησκευόμενος
θρησκευτική
θρησκευτικό
θρησκευτικός
θρήσκο
θρήσκος
θριαμβευτικά
θριαμβευτική
θριαμβευτικό
θριαμβευτικός
θριαμβεύω
θρίαμβος
θρίλερ
θροϊζω
θροΐζω
θρόισμα
θρόμβος
θρόμβωση
θρονιάζομαι
θρόνος
▼
Facebook Share
Twitter
Google+
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Google+
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close