θριαμβευτικός
(προωθήθηκε από θριαμβευτικό)Μεταφράσεις
θριαμβευτικός
(θriamvefti'kos) αρσενικόθριαμβευτική
(θriamvefti'ci) θηλυκόθριαμβευτικό
triumphant (θriamvefti'ko) ουδέτεροεπίθετο
μεγαλοπρεπής και πανηγυρικός θριαμβευτική νίκη
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.