Θυρίδα - ορισμός του θυρίδα από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b8%cf%85%cf%81%ce%af%ce%b4%ce%b1
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.651.568.438
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
θυρίδα
Μεταφράσεις
θυρίδα
counter
,
locker
(
θi'riða
)
ουσιαστικό
θηλυκό
1.
ατομικό κουτί για φύλαξη πολύτιμων αντικειμένων
un coffre en banque
ατομικό γραμματοκιβώτιο σε ταχυδρομείο
une boîte postale
2.
γκισέ
guichet
αρσενικό
Απευθυνθείτε στη θυρίδα 6.
Adressez-vous au guichet numéro 6.
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
θρυμματίζω
θυγατέρα
θυγατρική
θυγατρική εταιρεία
θυγατρικός
θύελλα
θυελλοπούλι
θυελλώδες
θυελλώδης
θύλακας
θυλάκιο
θύλακος
θυληπρεπής
θύμα
θύμαλλος
θυμάμαι
θυμάρι
θυμηδία
θύμηση
θυμίαμα
θυμίζω
θυμός
θυμόσοφος
θυμωμένα
θυμωμένη
θυμωμένο
θυμωμένος
θυμώνω
θύρα
θυρεοειδής
θυρίδα
θυροτηλέφωνο
θυρωρός
θυσία
θυσιάζομαι
θυσιάζω
θύτης
θώκος
Θωμάς
θωπεύω
θώρακας
θωρακίζω
θωρακικός
θωρηκτό
θωριά
θωρώ
ι
ιαγουάρος
Ιάκοβος
ιακωβινισμός
ιακωβίνος
ιαματική
ιαματικό
ιαματικός
ιαμβικός
Ιάμβλιχος
ίαμβος
Ιανός
Ιανουάριος
ιαπετικός
Ιαπετός
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close