Ιδίως - ορισμός του ιδίως από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b9%ce%b4%ce%af%cf%89%cf%82
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.604.168.661
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
ιδίως
Μεταφράσεις
ιδίως
particularly
insbesondere
zejména
erityisesti
בפרט
(
i'ðios
)
επίρρημα
κυρίως
surtout notamment
Κάνει ζέστη, ιδίως το μεσημέρι.
Il fait chaud, surtout à midi.
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
ίδιο
ιδιοκτησία
ιδιοκτήτης
ιδιοκτήτρια
ιδιόλεκτο
ιδιόμορφη
ιδιομορφία
ιδιόμορφο
ιδιόμορφος
ιδιόρρυθμη
ιδιορρυθμία
ιδιόρρυθμο
ιδιόρρυθμος
ιδιόρυθμος
ίδιος
ιδιοσυγκρασία
ιδιοτελής
ιδιότητα
ιδιότητα μέλους
ιδιοτιμή
ιδιότροπη
ιδιοτροπία
ιδιότροπο
ιδιότροπος
ιδιοφυές
ιδιοφυής
ιδιοφυΐα
ιδίωμα
ιδιωματικός
ιδιώς
ιδίως
ιδιωτεία
ιδιωτική
ιδιωτική περιουσία
ιδιωτικό
ιδιωτικό απόρρητο
ιδιωτικό σχολείο
ιδιωτικοποίηση
ιδιωτικοποιώ
ιδιωτικός
ιδιωτικός αστυνομικός
ιδιωτικός δρόμος
ιδιωτισμός
ιδού
ίδρυμα
ιδρυματισμός
ιδρύομαι
ίδρυση
ιδρυτής
ιδρυτική
ιδρυτικό
ιδρυτικός
ιδρύτρια
ιδρύω
ιδρωμένη
ιδρωμένο
ιδρωμένος
ιδρώνω
ιδρώτας
Ιεζάβελ
Ιεζεκιήλ
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close