ιδιαίτερος
(προωθήθηκε από ιδιαίτερη)Μεταφράσεις
ιδιαίτερος
(iði'eteros) αρσενικόιδιαίτερη
(iði'eteri) θηλυκόιδιαίτερο
private, particular, secretary, separateparticulier, privéspecialeSpecialeespecialخاصSpecjalneСпециални特别特別Særligeพิเศษ (iði'etero) ουδέτεροεπίθετο
1. ατομικός, προσωπικός ιδιαίτερη πρόσκληση
μάθημα σε ένα άτομο
μάθημα σε ένα άτομο
2. ξεχωριστός για συγκεκριμένη περίπτωση ιδιαίτερα χαρακτηριστικά
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.