ιδρυτικός
(προωθήθηκε από ιδρυτικό)Μεταφράσεις
ιδρυτικός
(iðriti'kos) αρσενικόιδρυτική
(iðriti'ci) θηλυκόιδρυτικό
charter, foundinginstituantfundaciónоснователь成立fundação창립Gründung成立 (iðriti'ko) ουδέτεροεπίθετο
σχετικός με ίδρυση είμαι ιδρυτικό μέλος