Ιεροσυλία - ορισμός του ιεροσυλία από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b9%ce%b5%cf%81%ce%bf%cf%83%cf%85%ce%bb%ce%af%ce%b1
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
11.395.039.603
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google+
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
ιεροσυλία
Μεταφράσεις
ιεροσυλία
sacrilégio
sacrilege
sacrilegio
sacrilège
helgerån
Sakrileg
sacrilegio
heiligschennis
(
ierosi'lia
)
ουσιαστικό
θηλυκό
αντιμετώπιση ιερού χώρου, αντικειμένου ή υπόθεσης χωρίς σεβασμό
sacrilège
αρσενικό
profanation
θηλυκό
Πλοηγός λέξεων
?
▲
ιδρωμένη
ιδρωμένο
ιδρωμένος
ιδρώνω
ιδρώτας
Ιεζάβελ
Ιεζεκιήλ
Ιεοβά
ιεραποστολή
ιεραποστόλος
ιεραπόστολος
ιεράρχηση
ιεραρχία
ιεραρχικός
ιεραρχικός βαθμός
ιεραρχώ
ιερατείο
ιερέας
ιέρεια
ιερεμιάδα
Ιερεμίας
ιερή
ιερό
ιερογλυφικά
ιερογλυφικό
ιερογλυφικός
ιερόδουλη
ιεροεξεταστής
ιεροκήρυκας
ιερός
ιεροσυλία
ιερόσυλος
ιεροτελεστία
ιερότητα
Ιερουσαλήμ
Ιερώνυμος
Ιεχοβά
Ιεχωβά
Ιεχωβισμός
Ιεχωβιστής
ιεχωβιτικός
ίζημα
ιζηματογενής
ιησουίτης
ιησουιτικός
ιησουιτισμός
ιησουίτισσα
Ιησούς
Ιησούς Χριστός
ιθαγένεια
ιθαγενής
ιθύνω
ικανή
ικανό
ικανοποιημένη
ικανοποιημένο
ικανοποιημένος
ικανοποιήμενος
ικανοποίηση
ικανοποιητικά
ικανοποιητική
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close