ικανοποιητικός
(προωθήθηκε από ικανοποιητικό)Μεταφράσεις
ικανοποιητικός
(ikanopiiti'kos) αρσενικόικανοποιητική
(ikanopiiti'ci) θηλυκόικανοποιητικό
satisfactorysatisfaisantمُرْضٍuspokojivýtilfredsstillendebefriedigendsatisfactorio, satisfactoriatyydyttäväzadovoljavajućisoddisfacente満足のいく만족스러운naar tevredenheidtilfredsstillendezadowalającysatisfatório, satisfatóriaудовлетворительныйnöjaktigที่พึงพอใจtatmin ediciđáng hài lòng满意משביע רצון (ikanopiiti'ko) ουδέτεροεπίθετο
1. αρκετά καλός ικανοποιητικά αποτελέσματα
2. αρκετά πειστικός ικανοποιητική δικαιολογία
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.