ικετευτικός
(προωθήθηκε από ικετευτική)Μεταφράσεις
ικετευτικός
(icetefti'kos) αρσενικόικετευτική
(icetefti'ci) θηλυκόικετευτικό
(icetefti'ko) ουδέτεροεπίθετο
που ικετεύει ικετευτικό βλέμμα
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.