ιλιγγιώδης
Μεταφράσεις
ιλιγγιώδης
(ilinɟi'oðis) αρσενικό-θηλυκόιλιγγιώδες
dizzying, vertiginousvertigineux (ilinɟi'oðes) ουδέτεροεπίθετο
που προκαλεί ίλιγγο ιλιγγιώδης ταχύτητα
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.