Ισχύω - ορισμός του ισχύω από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b9%cf%83%cf%87%cf%8d%cf%89
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
11.389.095.653
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google+
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
ισχύω
Μεταφράσεις
ισχύω
(
i'sçio
)
ρήμα
αμετάβατο (ρήμα)
1.
μπορώ να εφαρμοστώ
être en vigueur
Ο νόμος ισχύει.
La loi est en vigueur.
2.
παραμένω έγκυρος
être valide
Το διαβατήριο ισχύει.
Le passeport est toujours valide.
3.
αφορώ
être valable
Αυτό ισχύει και για εσένα.
Ceci est valable pour toi aussi.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
ιστογράφος
ιστοκαλλιέργεια
ιστολογία
ιστολόγιο
ιστολόγος
ιστορία
ιστορική
ιστορικό
ιστορικός
ιστορικότητα
ιστορώ
ιστός
ιστός αράχνης
ιστοσελίδα
ιστοχώρος
ισχαιμία
ισχιαλγία
ισχίο
ισχνή
ισχνό
ισχνός
ισχουρία
ισχυρή
ισχυρίζομαι
ισχυρισμός
ισχυρό
ισχυρογνώμονας
ισχυρογνώμων
ισχυρός
ισχύς
ισχύω
ισχύων
ίσως
Ιταλία
Ιταλίδα
Ιταλικά
ιταλική
ιταλικό
ιταλικός
Ιταλός
ιταμός
ιτιά
ιτία
Ιχθείς
Ιχθύες
ιχθυοβόρος
ιχθυοειδής
ιχθυόκολλα
ιχθυόλη
ιχθυολογία
ιχθυολογικός
ιχθυοπωλείο
ιχθυοπώλης
ιχθυοπώλισσα
ιχθυόσαυρος
ιχθυοτροφείο
ιχθυοφαγία
ιχθυοφάγος
Ιχθύς Ιπτάμενος
Ιχθύς Νότιος
ίχνη
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close