ισόγειος
(προωθήθηκε από ισόγεια)Μεταφράσεις
ισόγειος
(i'soʝios) αρσενικόισόγεια
(i'soʝia) θηλυκόισόγειο
(i'soʝio) ουδέτεροεπίθετο
που βρίσκεται στο ισόγειο ισόγειο διαμέρισμα
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.