ισότιμος
Μεταφράσεις
ισότιμος
(i'sotimos) αρσενικόισότιμη
(i'sotimi) θηλυκόισότιμο
equivalent (i'sotimo) ουδέτεροεπίθετο
1. με τα ίδια δικαιώματα Η γυναίκα είναι ισότιμη του άντρα.
2. με την ίδια αξία ισότιμοι τίτλοι
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.