κάθομαι
Μεταφράσεις
κάθομαι
sit, sit downistua, istuutuas'asseoir, être assis, s’asseoirيَجْلِسُ, يَقْعِدُposadit se, sedětsætte sig, siddehinsetzen (sich), sitzensentarse, tomar asientosjediti, sjestisedere, sedersi座る, 着席する앉다, 자리에 앉다gaan zitten, zittensitte, sitte nedusiąśćsentar-se, SITсидеть, сестьsitta, sitta nerนั่ง, นั่งลงoturmakngồi, ngồi xuống坐, 坐下לשבת坐 ('kaθome)ρήμα μεσοπαθητικό (ρήμα)
1. είμαι σε κάθισμα κάθομαι στον καναπέ
2. συμπεριφέρομαι Κάτσε ήσυχος!
3. στέκομαι κάθομαι όρθιος
4. μένω σε ένα μέρος Κάθησα δυο χρόνια στο Παρίσι.
5. δεν κάνω τίποτα Σταμάτησε να δουλεύει και κάθεται.