Κάμπινγκ - ορισμός του κάμπινγκ από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%ba%ce%ac%ce%bc%cf%80%ce%b9%ce%bd%ce%b3%ce%ba
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
11.946.794.893
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
κάμπινγκ
Μεταφράσεις
Κάμπινγκ
تَخْيِيم
Κάμπινγκ
kempování
Κάμπινγκ
camping
Κάμπινγκ
Camping
Κάμπινγκ
camping
Κάμπινγκ
camping
Κάμπινγκ
telttailu
Κάμπινγκ
camping
Κάμπινγκ
kampiranje
Κάμπινγκ
campeggio
Κάμπινγκ
キャンプ生活
Κάμπινγκ
야영
Κάμπινγκ
camping
Κάμπινγκ
camping
Κάμπινγκ
biwakowanie
Κάμπινγκ
camping
,
campismo
Κάμπινγκ
проживание в палатке
Κάμπινγκ
camping
Κάμπινγκ
การไปค่าย
Κάμπινγκ
kamping
Κάμπινγκ
việc đi cắm trại
Κάμπινγκ
露营
Κάμπινγκ
→
الـمُخَيَّمات
→ Kempování
→ Camping
→
Camping
→
Camping
→
De camping
→ Leirintä
→
Le camping
→ Kampiranje
→
Campeggio
→ キャンプ
→ 야영
→
Kamperen
→
Camping
→
Biwakowanie
→
Acampamento
→
Кемпинг
→ Camping
→ การตั้งแคมป์
→
Kamping
→ Cắm trại
→
宿营
Πλοηγός λέξεων
?
▲
κάμερα-μαν
Καμερούν
καμήλα
καμηλοπάρδαλη
Καμηλοπάρδαλις
καμία
καμία-μιά
καμικάζι
καμινάδα
Κάμινος
καμιόνι
κάμνω
καμουτσίκι
καμουφλάζ
καμουφλάρισμα
καμουφλάρομαι
καμουφλάρω
καμπάνα
καμπαναριό
καμπάνια
καμπαρέ
καμπαρντίνα
Καμπέρα
καμπή
κάμπη
κάμπια
κάμπιγκ
καμπίνα
Καμπίνα δεύτερης θέσης
Καμπίνα πρώτης θέσης
κάμπινγκ
καμπινέδες
καμπινές
κάμπος
κάμποσος
Καμπότζη
καμποτζιανός
καμποτίνος
κάμποτο
καμπούρα
καμπούρης
καμπουριάζω
καμπούρικο
καμπτήρας(ο)
κάμπτω
καμπύλη
καμπυλώνεται
καμπυλώνω
καμφορά
κάμψη
κάμψη και τάση των αγκώνων
κάμωμα
καμώματα
καν
κάναβη
κανάγιας
Καναδάς
καναδικός
Καναδός
κανάλι
κανάλι συνομιλίας
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close