Κάνω οικονομία - ορισμός του κάνω οικονομία από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%ba%ce%ac%ce%bd%cf%89+%ce%bf%ce%b9%ce%ba%ce%bf%ce%bd%ce%bf%ce%bc%ce%af%ce%b1
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.665.750.132
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
κάνω οικονομία
Μεταφράσεις
κάνω οικονομία
يَقْتَصِدُ
κάνω οικονομία
šetřit
κάνω οικονομία
økonomisere
κάνω οικονομία
sparen
κάνω οικονομία
economize
κάνω οικονομία
economizar
κάνω οικονομία
säästää
κάνω οικονομία
économiser
κάνω οικονομία
štedjeti
κάνω οικονομία
economizzare
κάνω οικονομία
節約する
κάνω οικονομία
절약하다
κάνω οικονομία
bezuinigen
κάνω οικονομία
spare
κάνω οικονομία
oszczędzić
κάνω οικονομία
economizar
κάνω οικονομία
экономить
κάνω οικονομία
hushålla
κάνω οικονομία
ประหยัด
κάνω οικονομία
ekonomi yapmak
κάνω οικονομία
tiết kiệm
κάνω οικονομία
节省
Πλοηγός λέξεων
?
▲
κανονικό
κανονικός
κανονιοβολισμός
κανονισμένος
κανονισμός
Κάνοντας φίλους
κάνουλα
καντήλι
καντίνα
καντόν
καντράν
κανώ
κάνω
κάνω αναζήτηση στο Google
κάνω άνω κάτω
κάνω γκάφα
κάνω δίαιτα
κάνω διάρρηξη
κάνω εμετό
κάνω επιδρομή
κάνω έρωτα
κάνω κλικ
κάνω κράτηση
κάνω λαθρεμπόριο
κάνω λάντζα
κάνω μανικιούρ
κάνω μπάνιο
κάνω μπεϊμπισίτινγκ
κάνω ντεμπούτο
κάνω οδοιπορικό
κάνω οικονομία
κάνω οικονομίες
κάνω οτοστόπ
κάνω πειρατία σε μέσο μεταφοράς
κάνω ποδήλατο
κάνω πρόβα
κάνω πρόταση γάμου
κάνω σκασιαρχείο
κάνω σκι
κάνω σπριντ
κάνω τζόγκινγκ
κάνω τηλεφώνημα
κάνω τσεκ άουτ
κάνω τσεκ ιν
κάνω φιγούρα
κάνω φιλοφρόνηση
κάνω χωρίς
κανών
καομαθημένος
καουμπόης
καούρα
καουτσούκ
κάπα
καπάκι
καπαμπάγκαν
κάπαρη
καπαρντίνα
καπαρώνω
καπάτσος
καπατσοσύνη
καπελάκι μπέιζμπολ
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close