Κάνω σκι - ορισμός του κάνω σκι από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%ba%ce%ac%ce%bd%cf%89+%cf%83%ce%ba%ce%b9
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.660.594.501
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
κάνω σκι
Μεταφράσεις
κάνω σκι
يَتَزَحْلَقُ عَلَى الثَّلْجِ
κάνω σκι
lyžovat
κάνω σκι
stå på ski
κάνω σκι
skifahren
κάνω σκι
ski
κάνω σκι
esquiar
κάνω σκι
hiihtää
κάνω σκι
skier
κάνω σκι
skijati
κάνω σκι
sciare
κάνω σκι
スキーをする
κάνω σκι
스키를 타다
κάνω σκι
skiën
κάνω σκι
gå på ski
κάνω σκι
jeździć na nartach
κάνω σκι
esquiar
κάνω σκι
кататься на лыжах
κάνω σκι
åka skidor
κάνω σκι
เคลื่อนไปบนสกี
κάνω σκι
kaymak
κάνω σκι
trượt tuyết
κάνω σκι
滑雪
Πλοηγός λέξεων
?
▲
καντίνα
καντόν
καντράν
κανώ
κάνω
κάνω αναζήτηση στο Google
κάνω άνω κάτω
κάνω γκάφα
κάνω δίαιτα
κάνω διάρρηξη
κάνω εμετό
κάνω επιδρομή
κάνω έρωτα
κάνω κλικ
κάνω κράτηση
κάνω λαθρεμπόριο
κάνω λάντζα
κάνω μανικιούρ
κάνω μπάνιο
κάνω μπεϊμπισίτινγκ
κάνω ντεμπούτο
κάνω οδοιπορικό
κάνω οικονομία
κάνω οικονομίες
κάνω οτοστόπ
κάνω πειρατία σε μέσο μεταφοράς
κάνω ποδήλατο
κάνω πρόβα
κάνω πρόταση γάμου
κάνω σκασιαρχείο
κάνω σκι
κάνω σπριντ
κάνω τζόγκινγκ
κάνω τηλεφώνημα
κάνω τσεκ άουτ
κάνω τσεκ ιν
κάνω φιγούρα
κάνω φιλοφρόνηση
κάνω χωρίς
κανών
καομαθημένος
καουμπόης
καούρα
καουτσούκ
κάπα
καπάκι
καπαμπάγκαν
κάπαρη
καπαρντίνα
καπαρώνω
καπάτσος
καπατσοσύνη
καπελάκι μπέιζμπολ
καπελάς
καπελιέρα
καπέλλο
καπέλο
καπετάνιος
καπίκι
καπίστρι
καπιταλισμός
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close