Κάτασπρο - ορισμός του κάτασπρο από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%ba%ce%ac%cf%84%ce%b1%cf%83%cf%80%cf%81%ce%bf
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.588.094.278
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
κάτασπρος
(προωθήθηκε από
κάτασπρο
)
Μεταφράσεις
κάτασπρος
(
'kataspros
)
αρσενικό
κάτασπρη
(
'kataspri
)
θηλυκό
κάτασπρο
(
'kataspro
)
ουδέτερο
επίθετο
πάρα πολύ άσπρος
tout blanc, toute blanche
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
καταρραμένος
κατάρρευση
καταρρέω
καταρρίπτω
καταρροή
κατάρτι
καταρτίζω κατάλογο
κατάρτιση
καταρτισμένος
καταρχήν
κατασήμανση
κατασκευάζω
κατασκεύασα
κατασκεύασμα
κατασκευασμένος
κατασκευαστής
κατασκευαστής ξύλινων κουφωμάτων
κατασκευάστρια
κατασκευή
κατασκηνώνω
κατασκήνωση
κατασκηνωτής
κατασκηνώτρια
κατασκοπεία
κατασκοπεύω
κατάσκοπος
κατασπαράζω
κατάσπαρτος
κατασπαταλώ
κάτασπρη
κάτασπρο
κάτασπρος
κατασταλαγμένος
κατασταλάζω
κατασταλτικός
Καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης
κατάσταση
κατάσταση ονομάτων
καταστατικό
καταστέλλω
κατάστημα
κατάστημα αφορολόγητων ειδών
κατάστημα δώρων
κατάστημα με ηλεκτρονικά παιχνίδια
κατάστημα με φυτά και είδη κήπου
κατάστημα παπουτσιών
κατάστημα πώλησης οινοπνευματωδών ποτών
κατάστημα σιδηρικών
κατάστημα φιλανθρωπικής οργάνωσης
καταστηματάρχης
καταστηματάρχισσα
κατάστιχο
καταστολή
καταστρεμμένος
καταστρεπτική
καταστρεπτικό
καταστρεπτικός
καταστρέφομαι
καταστρέφω
καταστροφή
καταστροφικά
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close