Κέικ - ορισμός του κέικ από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%ba%ce%ad%ce%b9%ce%ba
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.651.531.281
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
κέικ
Μεταφράσεις
κέικ
cake
Kuchen
蛋糕
蛋糕
ケーキ
케이크
เค้ก
(
'ceik
)
ουσιαστικό
ουδέτερο
άκλητο (ουσιαστικό – επίθετο)
είδος γλυκού
cake
αρσενικό
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
καφενείο
καφές
καφές ντεκαφεϊνέ
καφέσι
καφετέρια
καφετής
καφετί
καφετιά
καφετιέρα
καφωδείο
καχεκτική
καχεκτικό
καχεκτικός
καχύποπτη
καχύποπτο
καχύποπτος
καχυποψία
κάψα
καψαλίζω
καψερός
κάψιμο
καψούλα
κάψουλα
κβάζαρ
κβαντική Μηχανική
κβαντικός
κβαντομηχανική
κβάντωση
κέδρινος
κέδρος
κέικ
κείμαι
κείμενο
κειμενογράφος
κειμήλιο
Κέιπ Τάουν
κέιτερινγκ
κεκεδίζω
κεκλιμένος
κεκτημένο
κελαηδάω
κελάηδημα
κελαηδώ
κελάρι
κελαρύζω
κελεμπούρι
κελεπούρι
κελί
κελλάρι
Κελσίου
Κέλτες
κελτικός
κέλυφος
κεμπάπ
Κεμπέκ
κενή
κενή θέση
κενό
κενοδοξία
κενός
κενότητα
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close