Καβαλέτο - ορισμός του καβαλέτο από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%ba%ce%b1%ce%b2%ce%b1%ce%bb%ce%ad%cf%84%ce%bf
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.601.226.997
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
καβαλέτο
Μεταφράσεις
καβαλέτο
easel
(
kava'leto
)
ουσιαστικό
ουδέτερο
στήριγμα πίνακα ζωγραφικής
chevalet
αρσενικό
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
ιχθυοπώλισσα
ιχθυόσαυρος
ιχθυοτροφείο
ιχθυοφαγία
ιχθυοφάγος
Ιχθύς Ιπτάμενος
Ιχθύς Νότιος
ίχνη
ιχνηλατώ
ιχνογραφικός
ίχνος
ιχώρ
Ιώ
Ιωάννα
Ιωάννης
ιώδιο
Ίωνες
ίωση
ιώτα
κ
κ.ά.
κ.λπ.
κ.ο.κ.
κα
κάβα
καβάκι
καβάλα
καβαλάρης
καβαλάρισσα
καβαλάω
καβαλέτο
καβαλιέρος
καβαλικεύω
καβαλλίνα
καβαλώ
καβγαδίζω
καβγάς
καβγατζής
καβούκι
καβουράκι
κάβουρας
καβουρδίζω
καβούρι
καβουρμάς
καβουρντίζω
καγιάκ
Καγιέν
κάγκελα
καγκελάριος
κάγκελο
καγκελόπορτα
καγκουelρό
καγκουρό
καγχάζω
καδένα
κάδμιο
κάδος
κάδος για ανακύκλωση μπουκαλιών
καδράρω
κάδρο
καδρόνι
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close