Καζανάκι - ορισμός του καζανάκι από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%ba%ce%b1%ce%b6%ce%b1%ce%bd%ce%ac%ce%ba%ce%b9
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.602.832.050
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
καζανάκι
Μεταφράσεις
καζανάκι
(
kaza'naci
)
ουσιαστικό
ουδέτερο
δοχείο με το νερό για την τουαλέτα
chasse
θηλυκό
d'eau
τραβάω το καζανάκι
tirer la chasse d'eau
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
καβγάς
καβγατζής
καβούκι
καβουράκι
κάβουρας
καβουρδίζω
καβούρι
καβουρμάς
καβουρντίζω
καγιάκ
Καγιέν
κάγκελα
καγκελάριος
κάγκελο
καγκελόπορτα
καγκουelρό
καγκουρό
καγχάζω
καδένα
κάδμιο
κάδος
κάδος για ανακύκλωση μπουκαλιών
καδράρω
κάδρο
καδρόνι
καδρώνω
Καέν
καζάκα
Καζακστάν
καζαμίας
καζανάκι
καζάνι
καζεΐνη
καζίνο
καζούρα
κάηκα
Κάηκα από τον ήλιο
Κάηκε μια ασφάλεια
καημένη
καημένο
καημένος
καημός
καθαγιάζω
καθαιρώ
καθαρά
καθαρεύουσα
καθαρή
καθαρίζω
καθαριότητα
καθάρισμα
καθαρισμός
καθαριστήριο
καθαριστής
καθαριστικό
καθαρίστρια
κάθαρμα
καθαρό
καθαρογράφω
καθαρός
καθαρός σύμφωνα με τον εβραϊκό νόμο
καθαρότητα
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close