Καθαρίστρια - ορισμός του καθαρίστρια από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%ba%ce%b1%ce%b8%ce%b1%cf%81%ce%af%cf%83%cf%84%cf%81%ce%b9%ce%b1
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.654.574.302
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
καθαρίστρια
Μεταφράσεις
καθαρίστρια
char
,
charwoman
,
cleaner
,
cleaning lady
καθαρίστρια
عَامِلَة النَّظَافَة
καθαρίστρια
uklízečka
καθαρίστρια
rengøringsassistent
καθαρίστρια
Putzfrau
καθαρίστρια
señora de la limpieza
καθαρίστρια
siivooja
καθαρίστρια
femme de ménage
καθαρίστρια
čistačica
καθαρίστρια
donna delle pulizie
καθαρίστρια
掃除婦
καθαρίστρια
청소 아줌마
καθαρίστρια
schoonmaakster
καθαρίστρια
rengjøringshjelp
καθαρίστρια
sprzątaczka
καθαρίστρια
empregada de limpeza
,
faxineira
καθαρίστρια
уборщица
καθαρίστρια
städerska
καθαρίστρια
หญิงทำความสะอาด
καθαρίστρια
temizlikçi
καθαρίστρια
nữ lao công
καθαρίστρια
清洁女工
Πλοηγός λέξεων
?
▲
καδρόνι
καδρώνω
Καέν
καζάκα
Καζακστάν
καζαμίας
καζανάκι
καζάνι
καζεΐνη
καζίνο
καζούρα
κάηκα
Κάηκα από τον ήλιο
Κάηκε μια ασφάλεια
καημένη
καημένο
καημένος
καημός
καθαγιάζω
καθαιρώ
καθαρά
καθαρεύουσα
καθαρή
καθαρίζω
καθαριότητα
καθάρισμα
καθαρισμός
καθαριστήριο
καθαριστής
καθαριστικό
καθαρίστρια
κάθαρμα
καθαρό
καθαρογράφω
καθαρός
καθαρός σύμφωνα με τον εβραϊκό νόμο
καθαρότητα
κάθαρση
καθαρτήριος
καθαρτικό
καθαρτικός
καθαρτκό
κάθε
κάθε ένας
κάθε Σάβατο
κάθε τι
καθεδρικός ναός
κάθειρξη
καθελκύω
καθεμία-μια
καθένα
καθένας
καθεξής
καθερωμένο
καθεστώς
καθεστώτα
κάθετα
κάθετη
καθετήρας
καθετί
κάθετο
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close