Καθηλώνω - ορισμός του καθηλώνω από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%ba%ce%b1%ce%b8%ce%b7%ce%bb%cf%8e%ce%bd%cf%89
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.659.573.384
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
καθηλώνω
Μεταφράσεις
καθηλώνω
(
kaθi'lono
)
ρήμα
μεταβατικό (ρήμα)
κάνω κπ να μην αντιδράει
paralyser pétrifier
Τα λόγια του μας καθήλωσαν.
Ses propos nous ont paralysés.
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
καθαρτήριος
καθαρτικό
καθαρτικός
καθαρτκό
κάθε
κάθε ένας
κάθε Σάβατο
κάθε τι
καθεδρικός ναός
κάθειρξη
καθελκύω
καθεμία-μια
καθένα
καθένας
καθεξής
καθερωμένο
καθεστώς
καθεστώτα
κάθετα
κάθετη
καθετήρας
καθετί
κάθετο
κάθετος
καθέτως
καθηγητής
καθηγητικός
καθηγήτρια
καθήκον
καθηλώνομαι
καθηλώνω
καθημερινά
καθημερινή
καθημερινό
καθημερινός
καθημερινότητα
καθησυχάζω
καθησυχαστική
καθησυχαστικό
καθησυχαστικός
καθιερωμένη
καθιερωμένος
καθιερώνομαι
καθιερώνω
καθιέρωση
καθίζηση
καθίζω
κάθισμα
καθίσταμαι
καθιστή
καθιστικό
καθιστικός
καθιστό
καθιστός
καθιστώ
καθιστώ ικανό
καθοδήγησα
καθοδήγηση
καθοδηγητικός
καθοδηγώ
κάθοδος
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close