καθιστός
(προωθήθηκε από καθιστή)Μεταφράσεις
καθιστός
(kaθi'stos) αρσενικόκαθιστή
(kaθi'sti) θηλυκόκαθιστό
sitting (kaθi'sto) ουδέτεροεπίθετο
που έχει καθίσει Με υποδέχτηκε καθιστός.
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.