καθοριστικός
(προωθήθηκε από καθοριστικόό)Μεταφράσεις
καθοριστικός
(kaθoristi'kos) αρσενικόκαθοριστική
(kaθoristi'ci) θηλυκόκαθοριστικόό
decisive (kaθoristi'ko) θηλυκόεπίθετο
που επηρεάζει κπ εξέλιξη καθοριστική απόφαση
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.