Κακοαναθρεμμένος - ορισμός του κακοαναθρεμμένος από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%ba%ce%b1%ce%ba%ce%bf%ce%b1%ce%bd%ce%b1%ce%b8%cf%81%ce%b5%ce%bc%ce%bc%ce%ad%ce%bd%ce%bf%cf%82
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
11.934.886.536
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
κακοαναθρεμμένος
Μεταφράσεις
κακοαναθρεμμένος
(
kakoanaθre'menos
)
αρσενικό
κακοαναθρεμμένη
(
kakoanaθre'meni
)
θηλυκό
κακοαναθρεμμένο
(
kakoanaθre'menο
)
ουδέτερο
επίθετο
κακομαθημένος
mal élevé/-ée
Πλοηγός λέξεων
?
▲
καιρικός
καίριο
καίριος
Κάιρο
Καιρός
καιροσκοπία
καιροσκοπώ
Καίσαρ
καίσαρας
καισαρική
καισαρική τομή
καισαρικό
καισαρικός
καισαρισμός
καισαροπαπισμός
καίσιο
καίτοι
καίω
κακά
κακάο
κακαρίζω
κακατούα
κακεντρέχεια
κακεντρεχής
κακή-ιά
κακί
κακία
κακό
κακοαναθρεμμένη
κακοαναθρεμμένο
κακοαναθρεμμένος
κακόβουλος
κακόγουστη
κακόγουστο
κακόγουστος
κακοδιαβάζω
κακοδιαθεσία
κακοδιάθετη
κακοδιάθετο
κακοδιάθετος
κακοδικία
κακοήθες
κακοηθής
κακοήθης
κακοκαιρία
κακόκεφη
κακόκεφο
κακόκεφος
κακολογία
κακολογώ
κακομαθαίνω
κακομαθημένη
κακομαθημένο
κακομαθημένος
κακομεταχειρίζομαι
κακομοίρα
κακόμοιρη
κακομοίρης
κακομοιριά
κακομοίρικο
κακόμοιρο
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close