καλλιεργημένος
Μεταφράσεις
καλλιεργημένος
(kalierʝi'menos) αρσενικόκαλλιεργημένη
(kalierʝi'meni) θηλυκόκαλλιεργημένο
refined, sophisticatedcultivadasкултивираниodlade (kalierʝi'meno) ουδέτεροεπίθετο
1. που έχει καλλιεργηθεί καλλιεργημένο χωράφι
2. που έχει παιδεία καλλιεργημένη γυναίκα
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.