καλλωπιστικός
Μεταφράσεις
καλλωπιστικός
(kalopisti'kos) αρσενικόκαλλωπιστική
(kalopisti'ci) θηλυκόκαλλωπιστικό
(kalopisti'ko) ουδέτεροεπίθετο
που χρησιμοποιείται στη διακόσμηση καλλωπιστικά φυτά
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.