καλυμμένος
Αναζητήσεις σχετικές με καλυμμένος: κατειλημμένος
Μεταφράσεις
καλυμμένος
(kali'menos) αρσενικόκαλυμμένη
(kali'meni) θηλυκόκαλυμμένο
covered (kali'meno) ουδέτεροεπίθετο
1. που τον έχουν καλύψει με κτ O κήπος είναι καλυμμένος με χιόνι.
2. μεταφορικά προστατευμένος είμαι καλυμμένος οικονομικά
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.