Καραμπόλα - ορισμός του καραμπόλα από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%ba%ce%b1%cf%81%ce%b1%ce%bc%cf%80%cf%8c%ce%bb%ce%b1
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.591.636.979
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
καραμπόλα
Μεταφράσεις
καραμπόλα
carambolage
καραμπόλα
إِصْطِدَام
καραμπόλα
hromadná srážka
καραμπόλα
harmonikasammenstød
καραμπόλα
Massenkarambolage
καραμπόλα
pileup
,
pile-up
καραμπόλα
choque en cadena
καραμπόλα
ketjukolari
καραμπόλα
lančani sudar
καραμπόλα
tamponamento a catena
καραμπόλα
山積み
καραμπόλα
연쇄 충돌
καραμπόλα
kettingbotsing
καραμπόλα
opphopning
καραμπόλα
nagromadzenie
καραμπόλα
choque em cadeia
,
engavetamento
καραμπόλα
массовая автокатастрофа
καραμπόλα
seriekrock
καραμπόλα
รถชนกันหลายคัน
καραμπόλα
yığılmak
καραμπόλα
tai nạn liên hoàn
καραμπόλα
数辆车同时碰撞事件
Πλοηγός λέξεων
?
▲
κάποιος
Κάποιος πνίγεται!
Κάποιος τραυματίστηκε
Κάποιος χτυπήθηκε από αυτοκίνητο
κάποτε
κάπου
καπρίτσιο
κάπρος
καπώ
κάπως
καραβάνα
καράβι
καραβίδα
καραβίδες
καραβόπανο
κάραβος
καραβοστάσιο
καραγάτσι
Καραγκιόζης
καραδοκώ
Καραϊβική
καραϊβικός
Καρακάλλας
καρακάξα
Καράκας
καρακόλι
καραμελα
καραμέλα
καραμούζα
καραμπίνα
καραμπόλα
καραντίνα
καραόκε
καραούλι
καράτε
καρατέκα
καράτι
καρατόμηση
καρατομώ
καράφα
καράφλα
καραφλή
καραφλό
καραφλός
καρβέλι
καρβί
καρβίδιο
καρβονικό οξύ
καρβονικός
καρβοξυλικό οξύ
καρβοξυλικός
κάρβουνα
καρβουνιάζω
κάρβουνο
κάργα
κάργια
κάρδαμο
καρδαμώνω
καρδάρα
καρδερίνα
καρδιά
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close