Καραϊβικός - ορισμός του καραϊβικός από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%ba%ce%b1%cf%81%ce%b1%cf%8a%ce%b2%ce%b9%ce%ba%cf%8c%cf%82
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.601.383.648
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
καραϊβικός
Μεταφράσεις
καραϊβικός
كَارِيبِيّ
καραϊβικός
karibský
καραϊβικός
caribisk
καραϊβικός
karibisch
καραϊβικός
Caribbean
καραϊβικός
caribeño
καραϊβικός
karibialainen
καραϊβικός
Antilles
καραϊβικός
karipski
καραϊβικός
caraibico
καραϊβικός
カリブ海の
καραϊβικός
카리브 해의
καραϊβικός
Caraïbisch
καραϊβικός
karibisk
καραϊβικός
karaibski
καραϊβικός
relativo ao Caribe
,
relativo às Caraíbas
καραϊβικός
карибский
καραϊβικός
karibisk
καραϊβικός
เกี่ยวกับประเทศในทะเลแคริบเบียน
καραϊβικός
Karayip
καραϊβικός
thuộc vùng biển Caribbean
καραϊβικός
加勒比海的
Πλοηγός λέξεων
?
▲
καπνοπωλείο
καπνοπώλης
καπνός
καπνοσύριγγα
καπό
κάποια
κάποιο
Κάποιο πρόβλημα έχουν τα ηλεκτρικά
κάποιοι
κάποιος
Κάποιος πνίγεται!
Κάποιος τραυματίστηκε
Κάποιος χτυπήθηκε από αυτοκίνητο
κάποτε
κάπου
καπρίτσιο
κάπρος
καπώ
κάπως
καραβάνα
καράβι
καραβίδα
καραβίδες
καραβόπανο
κάραβος
καραβοστάσιο
καραγάτσι
Καραγκιόζης
καραδοκώ
Καραϊβική
καραϊβικός
Καρακάλλας
καρακάξα
Καράκας
καρακόλι
καραμελα
καραμέλα
καραμούζα
καραμπίνα
καραμπόλα
καραντίνα
καραόκε
καραούλι
καράτε
καρατέκα
καράτι
καρατόμηση
καρατομώ
καράφα
καράφλα
καραφλή
καραφλό
καραφλός
καρβέλι
καρβί
καρβίδιο
καρβονικό οξύ
καρβονικός
καρβοξυλικό οξύ
καρβοξυλικός
κάρβουνα
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close