Καρβονικό οξύ - ορισμός του καρβονικό οξύ από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%ba%ce%b1%cf%81%ce%b2%ce%bf%ce%bd%ce%b9%ce%ba%cf%8c+%ce%bf%ce%be%cf%8d
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.740.928.863
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
καρβονικό οξύ
Μεταφράσεις
καρβονικό οξύ
carboxylic acid
καρβονικό οξύ
карбоновая кислота
Πλοηγός λέξεων
?
▲
καραγάτσι
Καραγκιόζης
καραδοκώ
Καραϊβική
καραϊβικός
Καρακάλλας
καρακάξα
Καράκας
καρακόλι
καραμελα
καραμέλα
καραμούζα
καραμπίνα
καραμπόλα
καραντίνα
καραόκε
καραούλι
καράτε
καρατέκα
καράτι
καρατόμηση
καρατομώ
καράφα
καράφλα
καραφλή
καραφλό
καραφλός
καρβέλι
καρβί
καρβίδιο
καρβονικό οξύ
καρβονικός
καρβοξυλικό οξύ
καρβοξυλικός
κάρβουνα
καρβουνιάζω
κάρβουνο
κάργα
κάργια
κάρδαμο
καρδαμώνω
καρδάρα
καρδερίνα
καρδιά
καρδιά παρακολουθώ
καρδιαγγειακός
καρδιακή
καρδιακή προσβολή
καρδιακό
καρδιακός
καρδινάλιος
καρδιοαγγειακός
καρδιογράφημα
καρδιογραφία
καρδιογράφος
καρδιολόγή
καρδιολογία
καρδιολογικός
καρδιολόγος
καρδιομεγαλία
καρδιοπάθεια
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close