καρδιακός
(προωθήθηκε από καρδιακή)Μεταφράσεις
καρδιακός
(karðja'kos) αρσενικόκαρδιακή
(karðja'ci) θηλυκόκαρδιακό
cardiac, heartkoracardiaquecorazónHerzcuoreсердцеhartcoraçãoserceсърцеsrdcehjertesydän心臓심장หัวใจ (karðja'ko) ουδέτεροεπίθετο
1. σχετικός με την καρδιά καρδιακό πρόβλημα καρδιακή προσβολή
2. αυτός που υποφέρει από την καρδιά του Είναι καρδιακός.
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.