κατάμαυρος
(προωθήθηκε από κατάμαυρο)Μεταφράσεις
κατάμαυρος
(ka'tamavros) αρσενικόκατάμαυρη
(ka'tamavri) θηλυκόκατάμαυρο
(ka'tamavro) ουδέτεροεπίθετο
1. πολύ μαύρος Το τζάκι είναι κατάμαυρο.
2. πολύ βρόμικος γίνομαι κατάμαυρος (από τη βρόμα)
3. μαυρισμένος από τον ήλιο Γύρισε από τις διακοπές κατάμαυρος.
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.