Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού - ορισμός του κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%ba%ce%b1%cf%84%ce%ac+%cf%84%ce%b7+%ce%b4%ce%b9%ce%ac%cf%81%ce%ba%ce%b5%ce%b9%ce%b1+%cf%84%ce%bf%cf%85+%ce%ba%ce%b1%ce%bb%ce%bf%ce%ba%ce%b1%ce%b9%cf%81%ce%b9%ce%bf%cf%8d
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.727.106.947
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού
Μεταφράσεις
κατά τη διάρκεια
του καλοκαιριού
→
خِلالَ فَصْلِ الصَيَّفِ
→ během léta
→ i løbet af sommeren
→
Während des Sommers
→
During the summer
→
durante el verano
→
Durante el verano
→ Kesän aikana
→
pendant l'été
→ tijekom ljeta
→
Durante l'estate
→ 夏の間
→ 여름 동안에
→
tijdens de zomer
→
i løpet av sommeren
→
W lecie
→
durante o verão
→
В течение лета
→ under sommaren
→ ระหว่างหน้าร้อน
→
yaz boyunca
→ Trong mùa hè
→
夏季内
Collins Multilingual Translator © HarperCollins Publishers 2009
Πλοηγός λέξεων
?
▲
κασμίρ
κασμίρι
κασονάκι
κασόνι
κάσσια
Κασσιόπη
κασσίτερος
κασσιτερόχαλκος
κάστα
καστανή
καστανιά
καστανό
κάστανο
καστανό ρύζι
καστανός
κάστορας
καστόρι
καστόρινη
καστόρινο
καστόρινος
κάστρο
κάστρο από άμμο
κατ' αρχάς
κατ' αρχήν
κατά
κατά μεγάλο μέρος
κατά πόσον
κατά προσέγγιση
κατά προτίμηση
κατά τη διάρκεια
κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού
κατά το ήμισυ
κατά το φθνόπωρο
καταβάλλω
καταβασανίζω
κατάβαση
καταβεβλημένος
καταβιβάζω
καταβιβασμός(ο)
καταβολισμός
καταβρεχτήρας
καταβρέχω
καταβροχθίζω
καταβυθίζω
καταγάλανος
καταγγελία
καταγγέλλω
καταγγέλνω
καταγγέλω
καταγής
κάταγμα
κατάγομαι
καταγραφέας
καταγραφή
καταγραφικός
καταγράφομαι
καταγράφω
καταγωγή
καταγώγιο
καταδαπανώ
καταδεικνύω
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close