καταβάλλω
Μεταφράσεις
καταβάλλω
debilitate, exert, overwhelm, vanquish (kata'valo)ρήμα μεταβατικό (ρήμα)
1. κάνω καταβάλλω προσπάθεια
2. δίνω, πληρώνω καταβάλλω ένα ποσό
3. εξαντλώ Η αρρώστια με κατέβαλε.
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.