καταναγκαστικός
(προωθήθηκε από καταναγκαστικό)Μεταφράσεις
καταναγκαστικός
(katanaŋgasti'kos) αρσενικόκαταναγκαστική
(katanaŋgasti'ci) θηλυκόκαταναγκαστικό
(katanaŋgasti'ko) ουδέτεροεπίθετο
υποχρεωτικός
βαριά εργασία ως ποινή
βαριά εργασία ως ποινή
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.