Καταρτίζω κατάλογο - ορισμός του καταρτίζω κατάλογο από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%ba%ce%b1%cf%84%ce%b1%cf%81%cf%84%ce%af%ce%b6%cf%89+%ce%ba%ce%b1%cf%84%ce%ac%ce%bb%ce%bf%ce%b3%ce%bf
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.665.786.078
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
καταρτίζω κατάλογο
Μεταφράσεις
καταρτίζω κατάλογο
يُعِدُّ الْقَائْمَة
καταρτίζω κατάλογο
sepsat
καταρτίζω κατάλογο
opføre
καταρτίζω κατάλογο
auflisten
καταρτίζω κατάλογο
list
καταρτίζω κατάλογο
enumerar
καταρτίζω κατάλογο
luetella
καταρτίζω κατάλογο
énumérer
καταρτίζω κατάλογο
popisati
καταρτίζω κατάλογο
elencare
καταρτίζω κατάλογο
一覧表を作る
καταρτίζω κατάλογο
목록에 기재하다
καταρτίζω κατάλογο
vermelden
καταρτίζω κατάλογο
føre opp
καταρτίζω κατάλογο
spisać
καταρτίζω κατάλογο
listar
καταρτίζω κατάλογο
составлять список
καταρτίζω κατάλογο
räkna upp
καταρτίζω κατάλογο
ลงรายการ
καταρτίζω κατάλογο
listelemek
καταρτίζω κατάλογο
liệt kê
καταρτίζω κατάλογο
列出
Πλοηγός λέξεων
?
▲
καταπονούμαι
καταποντίζω
καταπονώ
κατάποση
καταπραϋντική
καταπραϋντικό
καταπραϋντικός
καταπραϋνω
καταπραΰνω
καταπρόσωπο
κατάπτωση
Κατάρ
κατάρα
καταραμένη
καταραμένο
καταραμένος
κατάργηση
καταργώ
καταριέμαι
καταρράκτης
καταρράκτης-χτης
καταρρακτώδες
καταρρακτώδης
καταρρακτωδώς
καταρραμένος
κατάρρευση
καταρρέω
καταρρίπτω
καταρροή
κατάρτι
καταρτίζω κατάλογο
κατάρτιση
καταρτισμένος
καταρχήν
κατασήμανση
κατασκευάζω
κατασκεύασα
κατασκεύασμα
κατασκευασμένος
κατασκευαστής
κατασκευαστής ξύλινων κουφωμάτων
κατασκευάστρια
κατασκευή
κατασκηνώνω
κατασκήνωση
κατασκηνωτής
κατασκηνώτρια
κατασκοπεία
κατασκοπεύω
κατάσκοπος
κατασπαράζω
κατάσπαρτος
κατασπαταλώ
κάτασπρη
κάτασπρο
κάτασπρος
κατασταλαγμένος
κατασταλάζω
κατασταλτικός
Καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης
κατάσταση
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close