Καταρτισμένος - ορισμός του καταρτισμένος από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%ba%ce%b1%cf%84%ce%b1%cf%81%cf%84%ce%b9%cf%83%ce%bc%ce%ad%ce%bd%ce%bf%cf%82
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
10.774.132.979
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google+
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
καταρτισμένος
Μεταφράσεις
καταρτισμένος
مُتَدَرِّب
καταρτισμένος
vyučený
καταρτισμένος
uddannet
καταρτισμένος
ausgebildet
καταρτισμένος
trained
καταρτισμένος
capacitado
,
cualificado
καταρτισμένος
valmennettu
καταρτισμένος
formé
καταρτισμένος
obučen
καταρτισμένος
addestrato
καταρτισμένος
訓練された
καταρτισμένος
훈련 받은
καταρτισμένος
getraind
καταρτισμένος
faglært
καταρτισμένος
wyszkolony
καταρτισμένος
treinado
καταρτισμένος
тренированный
καταρτισμένος
utbildad
καταρτισμένος
ที่ได้รับการอบรม
καταρτισμένος
eğitilmiş
καταρτισμένος
đã được huấn luyện
καταρτισμένος
训练有素的
Πλοηγός λέξεων
?
▲
καταπονώ
κατάποση
καταπραϋντική
καταπραϋντικό
καταπραϋντικός
καταπραϋνω
καταπραΰνω
καταπρόσωπο
κατάπτωση
Κατάρ
κατάρα
καταραμένη
καταραμένο
καταραμένος
κατάργηση
καταργώ
καταριέμαι
καταρράκτης
καταρράκτης-χτης
καταρρακτώδες
καταρρακτώδης
καταρρακτωδώς
καταρραμένος
κατάρρευση
καταρρέω
καταρρίπτω
καταρροή
κατάρτι
καταρτίζω κατάλογο
κατάρτιση
καταρτισμένος
καταρχήν
κατασήμανση
κατασκευάζω
κατασκεύασα
κατασκεύασμα
κατασκευασμένος
κατασκευαστής
κατασκευαστής ξύλινων κουφωμάτων
κατασκευάστρια
κατασκευή
κατασκηνώνω
κατασκήνωση
κατασκηνωτής
κατασκηνώτρια
κατασκοπεία
κατασκοπεύω
κατάσκοπος
κατασπαράζω
κατάσπαρτος
κατασπαταλώ
κάτασπρη
κάτασπρο
κάτασπρος
κατασταλαγμένος
κατασταλάζω
κατασταλτικός
Καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης
κατάσταση
κατάσταση ονομάτων
καταστατικό
▼
Facebook Share
Twitter
Google+
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Google+
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close