καταστρεπτικός
(προωθήθηκε από καταστρεπτικό)Μεταφράσεις
καταστρεπτικός
(katastrepti'kos) αρσενικόκαταστρεπτική
(katastrepti'ci) θηλυκόκαταστρεπτικό
ruinigadestructeurdestructive (katastrepti'ko) ουδέτεροεπίθετο
καταστροφικός
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.