καταστροφικός
(προωθήθηκε από καταστροφική)Μεταφράσεις
καταστροφικός
(katastrofi'kos) αρσενικόκαταστροφική
(katastrofi'ci) θηλυκόκαταστροφικό
désastreuxdestructive, disastrous, catastrophicكارِثِيّkatastrofálníkatastrofalkatastrophaldesastrosokatastrofaalinenkatastrofalandisastroso大災害の비참한rampzaligkatastrofalzgubnydesastrosoбедственныйkatastrofalก่อให้เกิดความหายนะkorkunçthảm khốc灾难性的, 破坏性破壞性הרסני (katastrofi'ko) ουδέτεροεπίθετο
1. που καταστρέφει καταστροφικός πόλεμος
2. που κάνει κακό καταστραφικός χαρακτήρας καταστροφικές συνήθειες
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.