κατατρεγμένος
(προωθήθηκε από κατατρεγμένη)Μεταφράσεις
κατατρεγμένος
(katatreɣ'menos) αρσενικόκατατρεγμένη
(katatreɣ'meni) θηλυκόκατατρεγμένο
(katatreɣ'meno) ουδέτεροεπίθετο
κυνηγημένος
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.