Καταχνιασμένος - ορισμός του καταχνιασμένος από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%ba%ce%b1%cf%84%ce%b1%cf%87%ce%bd%ce%b9%ce%b1%cf%83%ce%bc%ce%ad%ce%bd%ce%bf%cf%82
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.596.032.211
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
καταχνιασμένος
Μεταφράσεις
καταχνιασμένος
ضَبَابِيٌّ
καταχνιασμένος
mlhavý
καταχνιασμένος
tåget
καταχνιασμένος
dunstig
καταχνιασμένος
misty
καταχνιασμένος
neblinoso
καταχνιασμένος
utuinen
καταχνιασμένος
brumeux
καταχνιασμένος
maglovit
καταχνιασμένος
nebbioso
καταχνιασμένος
もやの立ち込めた
καταχνιασμένος
안개가 자욱한
καταχνιασμένος
mistig
καταχνιασμένος
tåket
καταχνιασμένος
mglisty
καταχνιασμένος
nebuloso
καταχνιασμένος
туманный
καταχνιασμένος
dimmig
καταχνιασμένος
ที่ปกคลุมด้วยหมอก
καταχνιασμένος
sisli
καταχνιασμένος
đầy sương mù
καταχνιασμένος
有薄雾的
Πλοηγός λέξεων
?
▲
κατατάσσομαι
κατατάσσω
κατατεμαχισμός
κατατομή
κατατοπίζω
κατατοπιστικός
κατατρεγμένη
κατατρεγμένο
κατατρεγμένος
κατατρέχω
κατατρομάζω
καταυλισμός
καταφανής
καταφατικά
καταφατική
καταφατικό
καταφατικός
καταφέρνω
καταφέρω
καταφεύγω
καταφεύγω σε
καταφθάνω
καταφορά
κατάφορτος
καταφρόνια
καταφύγιο
καταφύγιο άγριας ζωής
κατάφωρος
καταχαίρομαι
καταχνιά
καταχνιασμένος
κατάχρηση
κατάχρησις
καταχρηστικά
καταχρηστικός
καταχρώμαι
κατάχτηση
καταχτώ
καταχωνιάζω
καταχώρηση
καταχωρίζω
καταχώριση
καταχωρώ
καταψυγμένος
καταψύκτης
κατάψυξη
καταψύχω
κατεβάζω
κατεβαίνω
κατέβασμα
κατέβασμα(το)
κατεδαφίζω
κατεδάφιση
κατειλημμένη
κατειλημμένο
κατειλημμένος
κατεπείγον
κατεπείγουσα
κατεπείγων
κατεργάζομαι
κατεργάρα
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close